-
1 θερος
- εος τό1) лето:(ἐν) θέρει и θέρεϊ или θέρευς Hom., τὸ θ. Her., τοῦ θέρεος и τοῦ θέρους Her., Arst., ἐν (τῷ) θέρει Thuc., Plat., θέρους Plat. летом, в течение лета; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Thuc. тут же с наступлением лета; τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. в это лето, текущим летом; χατὰ θέρους ἀκμήν Xen. в разгар лета; θέρους μεσοῦντος Luc. в середине лета
2) урожай, жатваθέρη σταχύων и θέρη χρυσᾶ Plut. — созревшие колосья;
τὸ γηγενὲς δράκοντος θ. Eur. — выросшая из земли драконья жатва ( о посеянных Кадмом драконьих зубах), т.е. потомки Кадма;ἀλλότριον ἀμᾶν θ. погов. Arph. — убирать чужую жатву, пожинать плоды чужих трудов;πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θ. Aesch. — пожать обильную жатву слез, хлебнуть вдоволь горя3) волосы, грива (sc. πώλου Soph.)παρειάων πρῶτον θ. Anth. — первый пушок на щеках
-
2 μαραινω
(pf. pass. μεμάρασμαι и μεμάραμμαι)1) тушить, гасить(ἀνθρακιήν HH.)
; pass. гаснуть, затухать, замирать(φλὸξ ἐμαρανθη Hom.; μαραίνεται ἥ κίνησις Arst.)
τὸ νοεῖν μαραίνεται Arst. — рассудок слабеет;πνεῦμα μαραίνεται Plut. — ветер затихает2) изнурять, иссушать, истощать(νόσος μαραίνει με Aesch.)
; губить, уничтожать(τινὰ διώγμασι Aesch.; ψυχήν Plat.)
3) pass. увядать(δάφναι μεμαραμμέναι Plut.)
4) ( о реках) пересыхать(τοῦ θέρεος Her.)
5) перен. сохнуть, чахнуть, угасать, гибнуть(νόσῳ Eur.)
См. также в других словарях:
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
μελίνη — μελίνη, ἡ (Α) 1. το φυτό κέγχρος ο ιταλικός («τοῡ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηΐσκοντο τῷ ὕδατι», Ηρόδ.) 2. στον πληθ. αἱ μελῑναι τόπος κατάφυτος από μελίνες («τέλος δὲ και μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας», Ξεν.)… … Dictionary of Greek
καματώδης — (I) καματώδης, ῶδες (Μ) υπερβολικά ζεστός, καυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. vm σε m ]. (II) καματώδης, ες (Α) επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ. β.… … Dictionary of Greek